Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

H κονκάρδα. Μια ιστορία ζόρικη από τα βάθη των 90s.

 Θυμάμαι ήμουν πρώτη λυκείου. Εγώ κλασικά μία περίπτωση θλιβερή. Καρέ μαλλί λαδωμένο, φλάιτ, τεράστια κοκκάλινα γυαλιά, τζιν, μάρτινς, ένα θέμα σουρεαλιστικό, λες και κάποιος παρανοϊκός επιστήμονας ήθελε να φτιάξει κόπιες "ατόμων" για να τους ξαποστείλει στα στενά να μαζεύουν ψιλά και κασκόλ από φλωροπαίδια αλλά τελικά κάποιοι τον σαμποτάραν και βγήκε κάτι εκτρωματικό. Μα όμως δεν ήταν τόσο τραγικά τα πράγματα. Υπήρχε και μία λάμψη ελπίδας, ένας λόγος για να βγαίνω έξω τον δρόμο και να έχω το κεφάλι ψηλά,εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις που περνούσαν τίποτα γύφτοι με φλάιτ και λύκους κι εκεί έπρεπε να κάνω πως ψάχνω το πενηντάρικο που έχασα. Είχα και τις κονκάρδες μου! Πανέμορφες και επιλεγμένες με τα αυστηρότερα των κριτηρίων στις κυριακάτικες βόλτες στο μοναστηράκι. Εδώ φυσικά κάποιοι κακεντρεχείς θα πουν πω σιγά το κατόρθωμα αλλά όμως όχι. Πέρα από το χρηματικό ζήτημα που ήταν φλέγον, έπρεπε να λειτουργήσεις και μεθοδικά, ακαριαία, αλλά ωστόσο και αδιάφορα,με βλέμμα χαμηλωμένο αλλά πάντα σε εγρήγορση για να μην ακουστεί εκεί το τρομακτικό "ε, ψιτ,φίλε" που σου πάγωνε την καρδιά και ήξερες πως έπρεπε να αποχωριστείς τα αιματηρά οικονομημένα κατοστάρικα που είχες στην τσέπη, όπως και την ξεφτίλα που θα έτρωγες μπροστά στα μάτια των περαστικών κοριτσιών που φάνταζες γοητευτικός μέσα στο παρανοϊκό μυαλό σου. Φυσικά υπήρχαν και χειρότερα, να σε πιάσουν σε κάνα στενό σκοτεινό κι εκεί παίζει να σου τρώγανε και τα παπούτσια, ναι, είχε ακουστεί, πως γύρισε ο άλλος με τις κάλτσες και του πήραν τα νάικ με την αερόσολα, ένα όνειρο δηλαδή να διαλύεται και δύο εφιάλτες να αναδύονται στην πραγματική ζωή.

Τέλοσπάντων, ξέφυγα.Είμασταν στις κονκάρδες. Όλες ήταν συγκλονιστικές αλλά μία ήταν η αγαπημένη μου. Κreator! Εndless pain! Καλοσχεδιασμένη! πεντακάθαρη! Αριστουργηματική! Πραγματικά ένα έργο τέχνης. Μα όμως τίποτα δεν είναι ιδανικό στην ζωή, πάντα υπάρχουν αυτές οι μοχθηρές πλευρές της που καραδοκούν όταν βιώνουμε κάποιους είδους μοναδική ευτυχία και αυτή την φορά πέρα από όλες τις υπόλοιπες, καραδοκούσε στην σκιά άλλη μία για εμένα.Δύο μάτια είχαν βάλει στον στόχο του την εν λόγω κονκάρδα. Χυδαία! Βρωμερά! Ανίερα! ΝΕΟΝΑΖΙΣΤΙΚΑ! Όχι, δεν κάνω κάποιου είδους τραβηγμένη μεταφορά, όντως ήταν νεοναζί αλλά από τους άλλους, των 90ς, τους μαλλιάδες, τους χαβαλεδομπλακμεταλάδες που την είχαν δει αγανάκτηση και ζωγράφισαν σβάστικες στα βιβλία και τις τουαλέτες - όχι πως τραβούσα τότε και κάνα ζόρι, κι εγώ πιο μικρός καμιά σβάστικα την έκανα, έτσι για την αντίδραση, για να μας λένε στο σχολείο πως ήταν τόσο κακοί, κάτι θα λέγανε, γενικώς χέστηκα. Eκείνη την φορά το ζήτημα δεν ήταν για γενοκτονίες, άουσβιτς και πράγματα αδιάφορα για κάθε 14χρονο φλωρομεταλά που σέβεται τον εαυτό του αλλά γιατί κάτι πολύ πιο δραματικό...

Έτσι λοιπόν ένα μεσημέρι με πλησίασε. Κλασσικός λιμοκοντόρος, μπλακμεταλάς ψηλός που έκανε διαγωνισμό με τους υπόλοιπους ναζοκαμένους για το ποιος έχει περισσότερες πεντάλφες ή διαόλους ραμμένους στο μπουφάν του ενώ μόλις την είχανε παίξει με τις φώτο από τις καμένες εκκλησίες που βρήκαν σε κάνα παρακμιακό φάνζιν, ξετρυπωμένο ο σατανάς ξέρει μόνο από που. Μου λέει, ωραία κονκάρδα, θέλεις να ανταλλάξεις με κάποια από την δικιά μου; Κάτι σάπιο υπάρχει λέω εγώ εδώ με το κοφτερό μυαλό μου που είχε εξασκηθεί και στις πιο λεπτές εκδοχές του bullying αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να παίξω κι εγώ.Έτσι έγειρα προς στο μανίκι του ξεθωριασμένου μαύρου φλάιτ του προσπαθώντας να βρω μία ακτίνα φωτός μέσα στα πηχτά νορβηγικά σκοτάδια που με κύκλωναν συνεχώς....Έφριξα. Μα,μα,μα πως γίνεται λέω. Τέτοιες κονκάρδες...Σιχαμερές! Βαρετές! Αδιανόητες! Τι στο διάολο σκέφτομαι, όλο το χρόνο είχε να βρει καμιά της προκοπής, σιγά μην του την πέφτανε, φράγκα από φέρμες αβέρτα, μάλλον από την πολύ βενζίνα στο μανίκι φαίνεται το i.q. του είχε γινει μικρότερο κι από την βαθμολογία που πήρε η τελευταία κασέτα που έστειλε στο χάμερ. Όχι του λέω φίλε, δεν βρίσκω κάτι, ευχαριστώ κι έφυγα με το κλασσικό αδιάφορα χαμηλοβλεπούσικο γοργοποδαράτο στυλ μου αλλά η ιστορία δεν τελειώνει φυσικά εδώ...

Ήταν βράδυ. Από εκείνα τα βράδια με εκείνη την ψύχρα την ιδιαίτερη, που είχε μια μυρωδιά ξεχωριστή, μια αίσθηση περίεργη που μόνο πιτσιρικάδες αντιλαμβανόμασταν και από τότε χάθηκε για πάντα. Εγώ βολόδερνα μόνος κάποιου κοντά στην είσοδο του σχολείου, προφανώς βυθισμένος μέσα σε σκέψεις βαθυστόχαστες όπως αν πήρε η μάνα μου σουβλάκια ή με τι θέμα θα ασχοληθεί κι ετούτο το βράδυ ο Φωτίου στο τζερόνιμο γκρουβι για να ξενυχτήσω κλαψομουνιάζοντας. Τον είδα, πάλι με πλησίασε, μάλλον αυτή την φορά βρήκε το σκοτάδι εύφορο έδαφος για να δράσει πιο ακαριαία αυτή την φορά, μπορεί να είχε κάψει και κάνα εικονοστάσι πιο πριν,όλα παίζουν.Έλα μου λέει, δεν θέλεις να ανταλλάξουμε, για κοίτα άλλη μία φορά. Εγώ προσπάθησα άλλη μια φορά, κάτω από το χλεμπονιάρικο ασπρουλιάρικο φως του προβολέα της αυλής μπας και βρω κάτι, κάτι που με κάνει να φύγω ηρωικά μέσα από αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση. Τίποτα. Ε δεν βρίσκω κάτι πάλι είπα ψευδίζοντας. Τότε σκύβει στο αυτί μου και με φωνή που στάζει δηλητήριο μου ψιθυρίζει "έλα, αφού το ξέρεις.Όποτε θέλω σε βρίσκω έξω και στην παίρνω στο έτσι".Ένιωσα για κάτι δευτερόλεπτα το μυαλό να συνθλίβεται από τον όγκο του επιχειρήματος, να αγκομαχά να αντέξει το βάρος,να προσπαθεί να κρατηθεί στο ύψος του, να ιδρώνει και τελικά να κάνει πίσω και να ατενίζει το κολοσσιαίο του μέγεθος σε όλο του το μεγαλείο. Οποιαδήποτε αντίσταση ήταν ανώφελη.Ναι του λέω, έλα να ανταλλάξουμε, ρίχνω άλλη μία ματιά στο μανίκι του και διαλέγω μία, killers 7 με τον eddie των iron maiden να έχει αποκτήσει φίλαθλα αισθήματα και να σφάζει κόσμο για το μεγαλείο του θρύλου. ΝΑΙ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ. Τον βλέπω να χάνεται στα σκοτάδια που τον γεννήσαν.Εγώ κοιτάω γύρω. Κανείς δεν μας είδε. Ωραία. Αλλά και να μας έβλεπε δεν παίζει τίποτα, αφού έγινε ανταλλαγή, δεν έγινα ρόμπα, δεν ξεφτιλίστηκα, όλα τέλεια.Ακούω το κουδούνι να χτυπάει και φεύγω με βήμα γοργό από τον τόπο του εγκλήματος.

ΥΓ. Φήμες ανεπιβεβαίωτες αναφέρουν πως ο συγκεκριμένος είναι πλέον δικηγόρος.