Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Το στερεότυπο του ποιητή στην ελληνική τηλεόραση


Όπως εχω αναφερει εδω http://lubenretrolletarios.blogspot.gr/2017/07/n.html?m=1 , στο σχολείο σιχαινόμουν την ποίηση. Τα διαμελισμένα σωματα τους που επρεπε να εξετάσω κάτω απο τα ασπρουλιαρικα αρρωστα φώτα των αιθουσών μου προκαλούσαν τρόμο. Μόνο στο τέλος της χρονιά καθε αρχη καλοκαιριου περναμε την εκδίκηση μας καιγοντας τους σαν τερατωδεις καρναβαλους μεχρι να αναγεννηθουν απο τις σταχτες τους στη θλιψη του σεπτέβρη, όπως και επειδη δεν μπορουσαμε να κριτικάρουμε τις στιβαρες "εθνικες" συνθλιπτικες τους μορφες, χλευαζαμε την ιδιότητα τους σε καθε κωμικη σειρά με διαφορα τραγελαφικά ανδρεικελα που ειχαν το θρασος να ψελίσουν πως την κατέχουν κι εκείνοι, οι ψωραλέοι. Γι αυτο λοιπόν, μερα που ειναι, ας κάνω εν τάχει αναλυση για τα χαρακτηριστικα εκεινων των μορφών, για να μην πολυκουρασω με την πολυλογία μου για αλλη μια φορα.

Πάντα ο ποιητής στα σήριαλ που θυμάμαι ήταν μία προσωπικότητα φαιδρή. Ημίτρελος νεαρός που παραληρεί και βλέμμα χαμένο. Βαρετός καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης με γκρίζο κοστούμι και κρύα αστεία. Παρθένα γεροντοκόρη που κοκκινίζει και συνεχώς κοιτά κάτω και παρατηρεί τους άλλους όταν λένε κάτι αισχρό. Ουδέποτε οι στίχοι του βγάζουν νόημα. Δεν έχει κάποιο έξυπνο εύρημα ή κάποια όμορφη εικόνα να εντυπωσιάζει. Συνήθως είναι παραληρήματα ή αφηρημένοι στίχοι που τελειώνουν απότομα, με αποτέλεσμα να πέφτει θύμα χλευασμού με διάφορες "χιουμοριστικές" ατάκες "λαϊκών τύπων" που κάνουν χαβαλέ. Μα όμως ο ποιητής ποτέ δεν εκνευρίζεται. Δεν νιώθει οργή επειδή τον κοροϊδεύουν, ποτέ δεν τα παίρνει στο κρανίο να σηκωθεί και να τους βρίσει ή να φύγει. Πάντα κλαίγεται σαν κάποιο 5χρονο που δεν του δίνουν σημασία οι μεγάλοι. Κι αυτό φυσικά γιατί ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος χωρίς πάθη. ΄Όταν οι άλλοι διασκεδάζουν τρώγοντας, πίνοντας και γελώντας, αυτός δε συμμετέχει ποτέ.Πάντα στέκει απόμερα μέσα στον σκοτεινό και μουχλιασμένο του κόσμο, ένα αντικείμενο λύπησης που θα το πλησιάσει πάντα κάποιος με "ανθρωπιστικά αισθήματα". Εκεί συνήθως γίνεται και αντικείμενο ερωτικού ενδιαφέροντος γιατί μάγεψε με τα λόγια του και το "μυστήριο" που αναδύει η προσωπικότητα του έτσι διαφορετικός που στέκει ανάμεσα στους λοιπούς καθημερινούς τύπους αλλά φυσικά...Ο ποιητής δεν γαμάει ούτε γαμιέται ποτέ.Δεν τον απασχολούν οι σαρκικές επαφές και οι λοιπές χυδαιότητες. Μόνο το πνεύμα τον απασχολεί, η γνώση. Το να συζητά για την λογοτεχνία συνέχεια και να ψάχνει για τον απόλυτο έρωτα. Ένας σύγχρονος ρομαντικός με μοναστικές σχεδόν συνήθειες. Ένα κομμάτι του θλιβερού παρελθόντος που σαν τελειώσει το επεισόδιο, μένει στον μίζερο και μουχλιασμένο του κόσμο για πάντα.

Φυσικά στα εν λόγω σήριαλ, η ποίηση γενικά ποτέ δεν χλευάζεται.Πάντα μνημονεύεται ο ελύτης η ο σεφέρης αλλά όχι σαν κάποιου ποιητές που πρέπει να προσπαθήσεις να φτάσεις, κάποιου είδους θετικά παραδείγματα. Άλλωστε και οι ίδιοι που μιλάνε γι αυτούς δεν έχουν ιδέα για τα κείμενα τους. Έχουν γίνει άπιαστες μορφές, σύμβολα που δε στέκουν δίπλα σε όποιον θέλει να ασχοληθεί με την ποίηση αλλά μόνο από εκεί ψηλά συνθλίβουν με το απειλητικό του βλέμμα όποιον τολμά να δώσει στον εαυτό του τον "υπέρβαρο τίτλο" του ποιητή.

Θα πει κάποιος πως αυτά τα σήριαλ είναι συνήθως κωμωδίες και είναι "λογικό" να παρουσιάζουν καρικατούρες του κάθε χαρακτήρα που παρουσιάζουν, όμως είτε το θέλουν ,είτε όχι, πάντα δημιουργούν την αίσθηση πως  η ημιμάθεια ή η αμάθεια ήταν κάτι που κρατά την αυθεντικότητα του χαρακτήρα σου. Πάντα οι καθημερινοί τύποι στο τέλος αυτοί που διασκέδαζαν ή πηδούσαν και οι ποιητές πάντα ήταν οι γραφικές μορφές της υπόθεσης που γύριζαν στα σκοτάδια που ζούσαν πριν τους κάνουν την χάρη και τους κάνουν και λίγο παρέα οι "φυσιολογικοί" άνθρωποι. Γι αυτό στην ουσία ήταν σαν να σου έλεγαν :
"Mικρέ!Δύο στρατόπεδα υπάρχουν στη ζωή!Πάρε και διάλεξε..."

Εγώ θα πρότεινα να μη διαλέξουμε όσο κι αν το θέλουν είτε οι "αυθεντικοί λαϊκοί τυποι", ειτε κάτι λογοτεχνικα ψώνια που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα χειρότερα στερεότυπα για να εκδικηθούν την "πλέμπα."
Ας παραμείνουμε άνθρωποι.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Για τον Λαμπρό Φουντα



Εκείνο που θυμάμαι περισσότερο απο τη δολοφονία του φούντα ήταν η ηλιόλουστη πορεία στη δάφνη  λίγες μέρες μετά.  Ειχα συνηθίσει απο τις γνωστές ρουτινιάρικες γκριζες διαδρομές στους φαρδιούς δρόμους του κέντρου, κι εκείνο το φως των στενών της συνοικίας έχει μεινει εγκλωβισμένο στο μυαλο μου. Δεν τον ήξερα τον ίδιο και αν τον ειχα δει δεν τον θυμόμουν, αλλα θυμαμαι ένας φιλος μου, μου είχε πει πως την επόμενη μερα σαν μαθεύτηκε το όνομα του, γινόταν συζητήση με ιταλους συντροφους για το ανταρτικο στη χώρα τους κι εκει πετάχτηκε κάποιος και είπε πως σκοτώσαν τον φούντα. Αρχισαν τότε να μιλάνε όσοι τον ήξεραν, μιλούσαν και οι ιταλοι για τους δικους τους συντρόφους που χαθήκαν, και ήταν μία συγκινητική στίγμή που όσες φορες τη θυμάμαι, προσπαθώ να την  πλασω στο μυαλο μου γιατί ήθελα τόσο να είμαι εκει.

Εκείνο όμως που με απασχολούσε περισσότερο εκεινο το σαββατιάκο ηλιόλουστο πρωινό  ήταν η μορφη του φουντα σε εκεινες τις φωτογραφιες στην παραλία που βγάλαν στη φόρα τα κωλοκάναλα. Φαινοταν τόσο χαρουμενος ,ξένοιαστος. Γιατι αραγε να θυσιασει κάποιος κατι τοσο αγαπημενο σε αυτην την εποχή, για να χαθεί σε καποιο ασήμαντο στενό της δάφνης κάποιο ξημέρωμα; Ηρωισμος; Φανατισμος; Aφέλεια; Αλήθεια; Δεν μπορούσα να βγαλω άκρη, δε μπορούσα να κατανοήσω κατα ποσον εμεις ειμασταν οι ένοχοι, εμεις που δεν συμμετείχαμε ενεργα για την κοινωνική αλλαγή χωρίς να λογαριάσουμε τίποτα, ή εκεινοι που ήταν ρίσκαραν τα πάντα ανιδιοτελώς χωρίς να βλεπουν ρεαλιστικα και κυνικα την κοινωνική κατάσταση.

Αυτές οι δύο αντιλήψεις με στριμώχναν μες στους συνθλιπτικους τοίχους τους, μεχρι να φτάσουμε σε εκεινο το στενό που τον χτυπησαν πισώπλατα. Περιέργο μου φανηκε εκείνη τη στιγμή. Καποιο βραδυ να περνα εδω τυχαία ένα περιπολικό και να βρει έναν αντάρτη πόλης να κλεβει ενα αυτόκινητο και να επακολουθήσουν όλα αυτα; Στημενη μου φαινοταν η δουλεια αλλα δεν ήθελα να κανω και τον πουαρω.  Ειχανε ξεκινησει αλλωστε και το προσκλητήριο νεκρων, ολα αυτα τα ονοματα που επερναν κατω απο το φως ζωή μεσα απο τη συλλογικη συγκίνηση εκεινου του πρωινου.

Πέρασε καιρός μετά απο αυτό και ξεχάστηκε όπως ήταν αναμενόμενο για να απομείνουν θλιβερά μνημόσυνα που ξυπνούσαν μια οργη που παλι θα συντριβόταν κατω απο την συνθλιπτικη πλάκα της ρουτινας, αλλα μου κανε εντυπωση μια αφισα που είδα.  Ενω μιλουσε για τον φούντα με κάποιο ποιητικο λογο, δεν ειχε το προσωπο του παρα μοναχα μία τυχαία σκηνη απο κάποια συγκρουση.  Ποιος ήταν ο λόγος σκέφτηκα; Ήταν κατι το χωρίς νόημα, επειδή ήθελαν να βάλουν κάτι το πιο "πιασάρικο";

Τελικα ένα φιλος μου έλυσε το αινιγμα. Ήταν ο ίδιος ο φουντας, αυτος που στην αφισα με τη μασκα του πετα ένα μπουκάλι σε αγνωστη χρονολογία σε εκεινον τον άγνωστο δρομο, κι απο τότε  σαν περασαν τα χρονια και στους δρομους  υπήρχε μονο ερημια και ηττα, τον εφερνα στη μνημη μου να προσπαθει να αναψει με τη φωτια του στους απέραντους ψυχρους δρομους, εκεινους τους άδειους δρομους που αφήσαμε να περάσει η παγωνιά του άμορφου πλήθους που καθρεφτίζοταν στις βιτρίνες, χωρίς εκεινη τη φωτιά που γινοταν σαν συναντιόντουσαν τα βλέμματα μας πυρκαγια, μ' εκεινη τη φλογα τη τόσο παλια όσο η θέληση για ελευθερη ζωη, κι εκεινον να προσπαθει ξανα και ξανα, με ενα μπουκαλι γεματο με πορφυρό φως που ανατέλλει, να προσπαθεί να τη  αναψει, ξανα και ξανα...