Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Τα κατεστραμμένα καταστήματα της Αθήνας και το μυστήριο της κλειστής σαμπάνιας.




Tίποτα δεν είναι πιο χαρακτηριστικό της κρίσης από τα κατεστραμμένα μαγαζιά της Αθήνας. Και όχι, δε λέω για εκείνα που τα σπασανε τίποτα κουκουλοφόροι και έχουν τα 5 λεπτά της διασημότητας με τα φλας να αστράφτουν πάνω τους. Μιλάω για τα άλλα, τα σκοτεινά, που ήταν θυσία της θεικής μνημονιακης αναγκαιότητας ( που ανέφερα εκτενώς εδώ: http://lubenretrolletarios.blogspot.gr/2015/09/2015.html ) και γι αυτό ουδείς ευαίσθητος δημοσιογράφος δεν ασχολείται με δαύτα. Μονάχα απομένουν εκεί, όχι για να ευαισθητοποιούν η να κινητοποιούν, αλλά να προκαλούν τρόμο για το ποιος θα είναι ο επόμενος που θα δει το θλιβερά ανούσια ενοικιαστήριο να ξεθωριάζει κολλημένο στη δικιά του βιτρίνα, όπως και αποτελούν σύμβολο για τα υπόλοιπα θύματα που όπου ναναι θα βυθιστούν στο ίδιο πηχτό σκοτάδι, που για κάποιους λίγους θα γίνει πίσσα, ανοιχτός ολοκαίνουριος δρόμος για να πάει μπροστά η χώρα μας.

Φυσικά όλα αυτά δε θα τα δείτε στην ολόλαμπρη ερμου, η οποία συνήθως είναι το κέντρο αυτής της χώρας, κι όταν κλείνει όλοι κλείνονται στα σπίτια τους περιμένοντας πότε θα τελειώσουν αυτές οι ανούσιες διαμαρτυρίες για να ανατείλει ο καταναλωτικός ήλιος ξανά. Μιλάω για τα περιοχές γύρω απο το κέντρο και τα προάστια (ναι, υπάρχουν κι εκει αγορές όταν γίνονται πορείες, συγκλονιστικό ε;), όπου σε πολλές περιπτώσεις τα περισσότερα καταστήματα είναι κλειστά και δίνουν τόνο σε όλη την περιοχή, βγάζοντας ένα αίσθημα όταν περπατάς ανάμεσα τους περίεργο, μελαγχολικό, στοιχειωμένο, που όση λιακάδα κι να έχει, βυθίζεται στο μυαλό σου σε μια συννεφιά, με το βλέμμα σου ν'αποκτά αυτο το βρώμικο φίλτρο της τζαμαρίας και βλέπεις από μέσα του την πραγματικότητα έτσι όπως είναι, χωρίς τα ηλιόλουστα γαλανόλευκα φτιασίδια της φύσης.

Εκεί αν κοιτάξεις θα βρεις δεις πέρα από τα εντελώς γυμνά, κάποια μικροπράγματα που θα βάλουν την μελαγχολική σου φαντασία να πάρει μπρος, αν φυσικά νιώθεις κάτι μελαγχολικό κι όχι ελπιδοφόρο πως η "δημιουργική" καταστροφή επιτέλους άρχισε με τους κουλάκους κερδοσκόπους να εξαφανίζονται σιγά σιγά. Στυλό που έμειναν στα μισά, μπουκαλάκια με νερό που δεν κατάφεραν να ξεδιψάσουν στεγνωμένα λαρύγγια, κλειδιά που σκουριάζουν, καρέκλες έτσι διαρρυθμισμένες που φαντάζεσαι πως σαν πέσει η νύχτα γίνονται συγκλονιστικές συζητήσεις, σοβάδες με αυτογνωσία που κατέρρευσαν με πάταγο χωρίς να νοιαστεί κανείς, και φυσικά η κλασική σκούπα με το φαράσι που περιμένουν υπομονετικά και μάταια να ξαναπιάσουν δουλειά περικυκλωμένα απο την σκόνη που όλο και τα κυκλώνει αργά αργά.

Σε αρκετά όμως έχουμε το φαινόμενο να είναι γεμάτα εμπορεύματα, σαν να παρατηθήκαν σε μια κατάσταση πανικού, τρόμου, κάποιου πολέμου που τους έκανε να τα εγκαταλείψουν για πάντα και να φύγουν από την ζωή που είχαν δημιουργήσει. Μπαχαλάκηδες να ήταν πάντως όπως εκείνοι που γίνονται συχνα πυκνά επίκαιροι με την καταστροφική τους μανία, θα αμφέβαλα ιδιαιτέρως. Οι συγκεκριμένες βιτρίνες  είναι άθικτες, χωρίς ραγισματιές η σπασίματα, μα μονάχα προσβλήθηκαν απο την αόρατη αρρώστια που διαχύθηκε μέσα στην πόλη σαν ραδιενέργεια,  και τώρα μετά την καταστροφή, αναπαύονται τα ζωντανά ερείπια των ατομικών τσέρνομπιλ πίσω από τις ακάθαρτες βιτρίνες που κάθεται η βρωμια του κόσμου: Βιβλία, σιντί, παιχνίδια, αφίσες, βιντεοκασέτες, όλα να ξεθωριάζουν και να παίρνουν από τον ζεστό ήλιο της αττικής το γνωστό γαλανόλευκο χρώμα που όλοι σαν Έλληνες μάθαμε να αγαπάμε από τα παιδικά μας χρόνια.

Γιατί άραγε όλα αυτά; Μήπως απλά απογοητευμένοι βαρέθηκαν να ασχοληθούν καν ή μήπως τα αφήσαν για να αναβιώνουν συνέχεια τις αναμνήσεις τους σαν περνάνε απ'εξω τους; Ουδείς ξέρει. Πάντως αρκετοί είχαν κάποιο χιούμορ ή φαντασία, και άθελα του ή όχι αφήσαν κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές για τους περιπατητές της πόλης: Λυπημένες Παναγιές στα σκουπίδια, τεράστιες αγελάδες που κοιτάνε χαμογελαστές πίσω απ την βρώμικη τζαμαρία τον δρόμο, παράθυρα που αέναα κυλά το καλοκαίρι ηλιόλουστο, χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις που κρατάν πάντα εορταστικό το κλίμα, έρωτες που δεν πεθαίνουν ποτέ, και...

Μια σαμπάνια. Γιατί αλήθεια υπάρχει μία κλειστή σαμπάνια σε ένα κλειστό  παρατημένο κατάστημα; Μήπως εκείνος που το παράτησε ήταν τόσο σίγουρος πως θα γυρίσει και τότε να την ανοίξει  και να το γιορτάσει; Mήπως όπως θα έλεγε κάποιος πιο κυνικός, το έχει κάνει γαμιστρωνα και όλα αυτά είναι λαικίστικες κλαψιάρικες φαντασιώσεις που θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα στο βρώμικο της παρελθόν;

Η κλειστή σαμπάνια είναι ακόμα εκεί πάντως και περιμένει...

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

H κονκάρδα. Μια ιστορία ζόρικη από τα βάθη των 90s.

 Θυμάμαι ήμουν πρώτη λυκείου. Εγώ κλασικά μία περίπτωση θλιβερή. Καρέ μαλλί λαδωμένο, φλάιτ, τεράστια κοκκάλινα γυαλιά, τζιν, μάρτινς, ένα θέμα σουρεαλιστικό, λες και κάποιος παρανοϊκός επιστήμονας ήθελε να φτιάξει κόπιες "ατόμων" για να τους ξαποστείλει στα στενά να μαζεύουν ψιλά και κασκόλ από φλωροπαίδια αλλά τελικά κάποιοι τον σαμποτάραν και βγήκε κάτι εκτρωματικό. Μα όμως δεν ήταν τόσο τραγικά τα πράγματα. Υπήρχε και μία λάμψη ελπίδας, ένας λόγος για να βγαίνω έξω τον δρόμο και να έχω το κεφάλι ψηλά,εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις που περνούσαν τίποτα γύφτοι με φλάιτ και λύκους κι εκεί έπρεπε να κάνω πως ψάχνω το πενηντάρικο που έχασα. Είχα και τις κονκάρδες μου! Πανέμορφες και επιλεγμένες με τα αυστηρότερα των κριτηρίων στις κυριακάτικες βόλτες στο μοναστηράκι. Εδώ φυσικά κάποιοι κακεντρεχείς θα πουν πω σιγά το κατόρθωμα αλλά όμως όχι. Πέρα από το χρηματικό ζήτημα που ήταν φλέγον, έπρεπε να λειτουργήσεις και μεθοδικά, ακαριαία, αλλά ωστόσο και αδιάφορα,με βλέμμα χαμηλωμένο αλλά πάντα σε εγρήγορση για να μην ακουστεί εκεί το τρομακτικό "ε, ψιτ,φίλε" που σου πάγωνε την καρδιά και ήξερες πως έπρεπε να αποχωριστείς τα αιματηρά οικονομημένα κατοστάρικα που είχες στην τσέπη, όπως και την ξεφτίλα που θα έτρωγες μπροστά στα μάτια των περαστικών κοριτσιών που φάνταζες γοητευτικός μέσα στο παρανοϊκό μυαλό σου. Φυσικά υπήρχαν και χειρότερα, να σε πιάσουν σε κάνα στενό σκοτεινό κι εκεί παίζει να σου τρώγανε και τα παπούτσια, ναι, είχε ακουστεί, πως γύρισε ο άλλος με τις κάλτσες και του πήραν τα νάικ με την αερόσολα, ένα όνειρο δηλαδή να διαλύεται και δύο εφιάλτες να αναδύονται στην πραγματική ζωή.

Τέλοσπάντων, ξέφυγα.Είμασταν στις κονκάρδες. Όλες ήταν συγκλονιστικές αλλά μία ήταν η αγαπημένη μου. Κreator! Εndless pain! Καλοσχεδιασμένη! πεντακάθαρη! Αριστουργηματική! Πραγματικά ένα έργο τέχνης. Μα όμως τίποτα δεν είναι ιδανικό στην ζωή, πάντα υπάρχουν αυτές οι μοχθηρές πλευρές της που καραδοκούν όταν βιώνουμε κάποιους είδους μοναδική ευτυχία και αυτή την φορά πέρα από όλες τις υπόλοιπες, καραδοκούσε στην σκιά άλλη μία για εμένα.Δύο μάτια είχαν βάλει στον στόχο του την εν λόγω κονκάρδα. Χυδαία! Βρωμερά! Ανίερα! ΝΕΟΝΑΖΙΣΤΙΚΑ! Όχι, δεν κάνω κάποιου είδους τραβηγμένη μεταφορά, όντως ήταν νεοναζί αλλά από τους άλλους, των 90ς, τους μαλλιάδες, τους χαβαλεδομπλακμεταλάδες που την είχαν δει αγανάκτηση και ζωγράφισαν σβάστικες στα βιβλία και τις τουαλέτες - όχι πως τραβούσα τότε και κάνα ζόρι, κι εγώ πιο μικρός καμιά σβάστικα την έκανα, έτσι για την αντίδραση, για να μας λένε στο σχολείο πως ήταν τόσο κακοί, κάτι θα λέγανε, γενικώς χέστηκα. Eκείνη την φορά το ζήτημα δεν ήταν για γενοκτονίες, άουσβιτς και πράγματα αδιάφορα για κάθε 14χρονο φλωρομεταλά που σέβεται τον εαυτό του αλλά γιατί κάτι πολύ πιο δραματικό...

Έτσι λοιπόν ένα μεσημέρι με πλησίασε. Κλασσικός λιμοκοντόρος, μπλακμεταλάς ψηλός που έκανε διαγωνισμό με τους υπόλοιπους ναζοκαμένους για το ποιος έχει περισσότερες πεντάλφες ή διαόλους ραμμένους στο μπουφάν του ενώ μόλις την είχανε παίξει με τις φώτο από τις καμένες εκκλησίες που βρήκαν σε κάνα παρακμιακό φάνζιν, ξετρυπωμένο ο σατανάς ξέρει μόνο από που. Μου λέει, ωραία κονκάρδα, θέλεις να ανταλλάξεις με κάποια από την δικιά μου; Κάτι σάπιο υπάρχει λέω εγώ εδώ με το κοφτερό μυαλό μου που είχε εξασκηθεί και στις πιο λεπτές εκδοχές του bullying αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να παίξω κι εγώ.Έτσι έγειρα προς στο μανίκι του ξεθωριασμένου μαύρου φλάιτ του προσπαθώντας να βρω μία ακτίνα φωτός μέσα στα πηχτά νορβηγικά σκοτάδια που με κύκλωναν συνεχώς....Έφριξα. Μα,μα,μα πως γίνεται λέω. Τέτοιες κονκάρδες...Σιχαμερές! Βαρετές! Αδιανόητες! Τι στο διάολο σκέφτομαι, όλο το χρόνο είχε να βρει καμιά της προκοπής, σιγά μην του την πέφτανε, φράγκα από φέρμες αβέρτα, μάλλον από την πολύ βενζίνα στο μανίκι φαίνεται το i.q. του είχε γινει μικρότερο κι από την βαθμολογία που πήρε η τελευταία κασέτα που έστειλε στο χάμερ. Όχι του λέω φίλε, δεν βρίσκω κάτι, ευχαριστώ κι έφυγα με το κλασσικό αδιάφορα χαμηλοβλεπούσικο γοργοποδαράτο στυλ μου αλλά η ιστορία δεν τελειώνει φυσικά εδώ...

Ήταν βράδυ. Από εκείνα τα βράδια με εκείνη την ψύχρα την ιδιαίτερη, που είχε μια μυρωδιά ξεχωριστή, μια αίσθηση περίεργη που μόνο πιτσιρικάδες αντιλαμβανόμασταν και από τότε χάθηκε για πάντα. Εγώ βολόδερνα μόνος κάποιου κοντά στην είσοδο του σχολείου, προφανώς βυθισμένος μέσα σε σκέψεις βαθυστόχαστες όπως αν πήρε η μάνα μου σουβλάκια ή με τι θέμα θα ασχοληθεί κι ετούτο το βράδυ ο Φωτίου στο τζερόνιμο γκρουβι για να ξενυχτήσω κλαψομουνιάζοντας. Τον είδα, πάλι με πλησίασε, μάλλον αυτή την φορά βρήκε το σκοτάδι εύφορο έδαφος για να δράσει πιο ακαριαία αυτή την φορά, μπορεί να είχε κάψει και κάνα εικονοστάσι πιο πριν,όλα παίζουν.Έλα μου λέει, δεν θέλεις να ανταλλάξουμε, για κοίτα άλλη μία φορά. Εγώ προσπάθησα άλλη μια φορά, κάτω από το χλεμπονιάρικο ασπρουλιάρικο φως του προβολέα της αυλής μπας και βρω κάτι, κάτι που με κάνει να φύγω ηρωικά μέσα από αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση. Τίποτα. Ε δεν βρίσκω κάτι πάλι είπα ψευδίζοντας. Τότε σκύβει στο αυτί μου και με φωνή που στάζει δηλητήριο μου ψιθυρίζει "έλα, αφού το ξέρεις.Όποτε θέλω σε βρίσκω έξω και στην παίρνω στο έτσι".Ένιωσα για κάτι δευτερόλεπτα το μυαλό να συνθλίβεται από τον όγκο του επιχειρήματος, να αγκομαχά να αντέξει το βάρος,να προσπαθεί να κρατηθεί στο ύψος του, να ιδρώνει και τελικά να κάνει πίσω και να ατενίζει το κολοσσιαίο του μέγεθος σε όλο του το μεγαλείο. Οποιαδήποτε αντίσταση ήταν ανώφελη.Ναι του λέω, έλα να ανταλλάξουμε, ρίχνω άλλη μία ματιά στο μανίκι του και διαλέγω μία, killers 7 με τον eddie των iron maiden να έχει αποκτήσει φίλαθλα αισθήματα και να σφάζει κόσμο για το μεγαλείο του θρύλου. ΝΑΙ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ. Τον βλέπω να χάνεται στα σκοτάδια που τον γεννήσαν.Εγώ κοιτάω γύρω. Κανείς δεν μας είδε. Ωραία. Αλλά και να μας έβλεπε δεν παίζει τίποτα, αφού έγινε ανταλλαγή, δεν έγινα ρόμπα, δεν ξεφτιλίστηκα, όλα τέλεια.Ακούω το κουδούνι να χτυπάει και φεύγω με βήμα γοργό από τον τόπο του εγκλήματος.

ΥΓ. Φήμες ανεπιβεβαίωτες αναφέρουν πως ο συγκεκριμένος είναι πλέον δικηγόρος.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Secret of Mana. The greek review.


To Secret of mana. Ένα παιχνίδι θρύλος αλλά και μυστήριο. Πόσους και πόσους άραγε δεν έχουμε διαβάσει να γράφουν πως ήταν το πρώτο και αγαπημένο τους rpg; Πόσους και πόσους δε στοιχειώνει ακόμα εκείνο το ιντρο με τους περίεργους ήχους, το λογότυπο της squaresoft και μετά την ανατριχιαστική μουσική; Κι η αλήθεια είναι φυσικά πως δε γινόταν αλλιώς. Με το που το αντίκριζες στο μαγαζί, σε είχε μαγέψει ακαριαία με το καλύτερο artwork που θα έβλεπες στην ζωή σου σε video game, άρα η κάθε αντίσταση ήταν ανώφελη. Μα όμως υπάρχουν αρκετοί που το μισούν. Εντάξει, δεν είναι μίσος ακριβώς αλλά δεν το θεωρούν μέσα στα καλυτερα rpg των εποχών, αλλά για εμάς το ίδιο είναι. Πως εξηγείται όμως αυτό το φαινόμενο; Εγώ ήμουν καραφαν φυσικά κι αυτές οι αρνητικές απόψεις που έβλεπα στην αρχή με σόκαραν αδιανόητα! Γέλασα, έβρισα, χλεύασα, αηδίασα, αλλά στο τέλος είπα για να σκεφτώ...

Το να είναι όλοι τρελοί προφανώς είναι κάπως τραβηγμένο. Το να τρολάρουν για να ξεχωρίσουν από το πλήθος για να μας δείξουν πόσο μοναδικοί είναι στο σύμπαν, φαντάζει κάπως λογικό αλλά έχω διαβάσει και σοβαρούς ανθρώπους να του κάνουν ζόρικη κριτική. Τότε ακριβως με χτύπησε η τρομερή σκέψη! Μήπως εμείς οι φανς έχουμε άδικο; Mήπως μας θολώνει εκείνο το μελαγχολικό φως που γεμίζει τις παιδικές και εφηβικές μας αναμνήσεις και τα κάνει όλα τόσο νοσταλγικά; Τελικά όλη αυτή η λατρεία που έχουμε γι αυτό το παιχνίδι ισχύει ή απλά γινόμαστε φαν μπόις που φαντάζουν ελαφρά γραφικές περιπτωσεις;

Έπρεπε να λύσω το μυστήριο λοιπόν έτσι αποφάσισα να το ξαναπάιξω μετά απο 15 χρόνια και να προσπαθήσω να είμαι ψυχρός κι αντικειμενικός. Μα από την άλλη σκέφτηκα κι αυτό δεν είναι λάθος; Mήπως με αυτόν τον τρόπο χάνεται εκείνη η θερμή ρομαντική ματιά που βλέπαμε τα πράγματα όταν ήμασταν μικροί;Μήπως εκεί ήταν η αλήθεια και τώρα απλά κουρασμένοι από τόσα χρόνια gaming βλέπουμε τα πράγματα μονοδιάστατα και εξαντλητικά, χωρίς να μας συνεπαίρνει αυτό το ξάφνιασμα και η μικρολεπτομέρεια που μας μάγευε όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και πραγματικά βουτούσαμε σε ένα παιχνίδι για ολόκληρους μήνες;

Έτσι είπα να προσπαθήσω να βρω την χρυσή τομή. Να κρατήσω εκείνη την πρώτη τη μαγεία αλλά να βρω κι εκείνα τα ελαττώματα που τα αθώα έκπληκτα μάτια μας δε διέγνωσαν ή δεν τα ενδιέφεραν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

'Οπως όλοι οι σωστοί ρετρο γκέιμερς ξέρουμε (αν δεν ξέρετε διαβάστε στην wikipedia )αυτό το παιχνιδι ήταν προορισμένο για cd addon της sony για το snes κι εκεί που είχε προχωρήσει η ιστορία, τους είπαν κόφτε το γιατί το πραμα σχόλασε.Το παιχνίδια είχε όμως ήταν σχεδόν ολοκληρωμένο και για να μην πάει χαμένος τόσος κόπος, αναγκάστηκαν να βγει σε cartridge και να πέσει πολυ στριμωχτική και κοπτοραπτικη, αποφασίζοντας όμως για αρχή να κρατησουν άθικτα τα γραφικά και την μουσική.



 Εδώ είναι ολόκληρη η λύση του μυστηρίου!( Δεν κράτησε και πολύ το σασπένς για να πούμε την αλήθεια...) Το πρώτο πράγμα που κατάφεραν να σώσουν είναι τα γραφικά και την μουσική κι εμείς αγαπήσαμε τότε αυτό το παιχνίδι για ένα μοναδικό πράγμα. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ! Άλλωστε όλοι όταν καθόμασταν τα μεσημέρια στο μπαλκόνι μας ενώ οι άλλοι μέσα κοιμόντουσαν και βλέποντας τους δρόμους που χανόντουσαν στον ορίζοντα, θέλαμε να φτάσουμε κάποτε στην άκρη τους και να ζήσουμε μία μοναδική περιπέτεια; Φυσικά δεν το κάναμε γιατί ενδόμυχα ξέραμε πως στο τέλος του δρόμου θα περίμεναν τίποτα κωλοπαίδια που θα μας φερμάρανε ή κάνας παιδεραστής, και γιαυτό νιώσαμε τέτοια αγαλλίαση που κάναμε μέσα στην ασφάλεια του δωματίου ένα τόσο μαγευτικό ταξίδι! Και που δεν ταξίδευες άλλωστε! Σε καταπράσινα λιβάδια που το χορτάρι τους χαϊδεύει ο άνεμος, σε βαθιές σπηλιές με νάνους και νυχτερίδες, σε δάση παγωμένα και άλλα που εναλλάσσουν τις 4 εποχές, σε κάστρα με κακές μάγισσες, σ' ερήμους και χαμένα νησιά, σε ψηλά βουνά που πήγαινες στην άκρη για να αγναντέψεις το τοπίο, κι όλα αυτά με συγκλονιστικά γραφικά και με ένα εκπληκτικό σάουντρακ που όχι μόνο δένει αριστουργηματικά με το κάθε τοπίο, αλλά έχει και μια ποιότητα ασυνήθιστη, ένα βάθος που σε κάνει να γυρνάς σε αυτή ξανά και ξανά.. Ειδικά όταν ήσουν συνηθισμένος στα πλάτφορμ του game boy που κρατούσε το ασπρόμαυρο γκειμπλέι κάνα μισάωρο στην καλύτερη, πραγματικά ένιωθες να βυθίζεσαι σε έναν κόσμο μαγικό που σε ταξιδεύεις με τα χρώματα του, τις μουσικές, στις μικρολεπτομέρειες του. Όποια διάθεση κι αν είχες, όσο κι αν τα ζάλιζαν γονείς και δάσκαλοι, ότι καιρό κι αν είχε έξω, εσύ άναβες αυτό το κόκκινο φωτάκι, (χωρίς να σε απασχολεί το άλλο κόκκινο που πήγαιναν κοπάδι οι θλιβεροί συμμαθητές σου!) κι απλά έφευγες για ένα ταξίδι που απο μικρός έκανες στην φαντασία σου.

 Συγκεκριμένα το πιο δυνατό στοιχείο του som πιστεύω είναι η αρχή. Ούτε ζόρικες πλοκές με βασίλεια και δολοφονίες, ούτε καμιά ώρα εισαγωγή με cutscenes για να σου δείξει πόσο τρομερή ιστορία έχει το παιχνίδι και πόσα πράγματα παίζουν που πρέπει να σώσεις, τιποτα.Απλά εκεί που παίζεις με τους φίλους πέφτεις, τραβάς ένα σπαθί, σου λένε πως έκανες παπαριά και τρέχα σώσε τον κόσμο. Δεν λέω, οι τύποι ήταν καθίκια αλλά εκεί που σε πετάνε από το χωριό τι βλέπεις; ΕΝΑΝ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΚΟΣΜΟ! Εντάξει, τουλάχιστον έτσι σου φαίνεται, αλλά απο την αρχή σου δίνει αυτή την εντύπωση του μεγαλειώδους έτσι όπως γυρνάς ελευθέρα στα λιβάδια με τους λαγούς, τις μέλισσες, το χορτάρι που το παίρνει ο αέρας και το κόβεις με το σπαθί σου, τα ποτάμια που κυλάνε, και όλες τις μικρολεπτομέρειες που δίνουν ένα πολύ ζωντανό αίσθημα στον κόσμο που σε περικλείει. Κι εκεί που σε πετάει το κανόνι και παίρνει μια μικρηηηη ματιά από τον κόσμο που πρόκειται να εξερευνήσεις.. Οκ , ανατριχίλα, οργασμός και όλα τα συναφή.






Μα όμως όπως προείπα, λόγω της μικρής χωρητικότητας του cartridge, έπρεπε να βγει και αρκετό πράμα. Και τι αποφάσισαν να βγάλουν; Την πλοκή. Οι διάλογοι μάλιστα από ότι αναφέρει το wiki, είχαν τσεκουρωθεί κι άλλο σε σχέση με την γιαπωνέζικη έκδοση με αυτό να έχει ως αποτέλεσμα χαρακτήρες κενούς, ιστορία ανύπαρκτη και ανατροπές γελοίες απλά για να σε καθυστερήσουν λιγάκι . Το παιχνίδι αφού περάσεις την αριστουργηματική αρχή, φαίνεται πως απλά σε σπρώχνει να πάρεις τον έναν seed μετά από τον άλλον με διαλόγους εντελώς παιδιάστικους.Εκεί ακριβώς είναι που ο ενήλικας γκειμερ απογοητεύεται, αφού από φοβερά γραφικά έχει μπουχτίσει, και ψάχνει πλέον στην ιστορία με το βάθος της και τα συναισθήματα που δημιουργεί να τον συνεπάρει, να τον βυθίσει μέσα στην πλοκή του παιχνιδιού και να νιώσει κάποιο δυνατό συναίσθημα για τους χαρακτήρες που ξεδιπλώνουν την ιστορία τους μπροστά στα μάτια του.



 Το άλλο στοιχειό που απογοητεύει έναν ενήλικα γκέιμερ είναι η πρόκληση. Το παιχνίδι ενώ και στην αρχή δεν σε δυσκολεύει ιδιαίτερα, μετά από εάν σημείο γίνεται γελοίο και υπάρχουν bosses που σου κάνουν μηδενική ζημιά. Οι εχθροί μπορείς να πεις πως σου κάνουν αρκετή ζημιά, αλλά το στοιχείο που ουσιαστικά αποδυναμώνει την πρόκληση είναι το σπαμάρισμα της μαγείας. Όταν έχεις το πρώτο σου μαγικό που κάνεις healing κάθε δευτερόλεπτο και μπορείς να ρίχνεις μαγεία χωρίς να αφήσεις το εκάστοτε boss να κουνηθεί καν, τα πράγματα γίνονται τόσο εύκολα που δεν θα αργήσει να έρθει το ξενέρωμα. Θα έπρεπε προφανώς να βάλουν κάποιο χρόνο αναμονής στα spell και να περιορίζαν τα magical walnuts για να υπήρχε ισορροπία στο gameplay, κι όχι να δυσκολέψουν όλους τους εχθρούς όπως έκαναν βλακωδώς οι τύποι στο hard mode που κυκλοφόρησε ανεπίσημα και το έκαναν απλά βασανιστήριο. Tουλάχιστον μικροί είχαμε την ασχετοσύνη μας να ανεβάζει την δυσκολία και αυτό ο παράγοντας δεν μας απασχόλησε ιδιαίτερα..

Το gameplay από την άλλη... Είναι θέμα πιο πολύ γούστου. Εμένα πάντως μου αρέσει ιδιαίτερα ο άction χαρακτήρας του και ο μικρός χρόνος που περιμένεις για να έχεις κάνεις 100% ζημιά με το όπλο σου, όμως αυτό παρατραβά όταν ανεβάζεις lvl το όπλο και να για να δεις τις πιο ανεβασμένου επιπέδου κινήσεις πρέπει να έχεις υπομονή μεγάλη. Θα έπρεπε σίγουρα να μικρύνουν τον χρόνο για να κάνουν ακόμα πιο διασκεδαστικό το gameplay , αλλά κι απο την άλλη με τόσα όπλα και μαγείες, σίγουρα είναι αρκετά χορταστικό και σε γεμίζει σε ικανοποιητικό βαθμό.

Αυτό είναι λοιπόν το S.O.M. Θα έλεγε κάποιος πως είναι άνισο ,αλλά λόγω των συνθηκών, έπρεπε να κάνουν επιλογή. Η θα έκοβαν τη μαγεία που μας καθήλωσε ως πιτσιρικάδες ή την πλοκή που θα γοήτευε τον απαιτητικό γκέιμερ. Αυτοί διάλεξαν το δεύτερο και δόξα το θεό, έκανα την σωστή επιλογή και μας δώσαν τόσες γλυκές αναμνήσεις που ακόμα όταν όταν τις ανακαλούμε στην μνήμη ή διαβάζουμε κάποιους που τις μοιράζονται με εμάς, ανατριχιάζουμε.

Προσωπικά αυτό που θυμάμαι περισσότερο ήταν πως στο τέλος μου φαινόταν πολύ βιαστικό το παιχνίδι και σε στέλναν από τη μία περιοχή στην άλλη στην λογική του άντε να τελειώνουμε. Εκεί άρχισα να νοσταλγώ την αρχή του ταξιδιού με τους μεγάλους καταπράσινους χάρτες γεμάτους χρώματα και ζωή και ήθελα τόσο να αναβιώσω εκείνο το αίσθημα της αρχή του ταξιδιού και της μαγείας του. Το τερμάτισα στα γρήγορα και αμέσως το ξεκίνησα από την αρχή. Όλα ήταν ήταν εκεί όπως τα θυμόμουν. Τα λιβάδια, τα δάση, το χορτάρι που φυσά ο άνεμος, τα ποτάμια.. Αλλά εκεί πήρα το γνωστό μάθημα που ξέρουμε όλοι:

Τίποτα δεν είναι όπως την πρώτη φορά.

Όμως επειδή δεν μπορεί να βιωθεί ξανά, είναι απρόσβλητο κι απο κάθε κριτική.

Τίποτα δεν μπορεί να το κάνει χάσει εκείνη την μοναδική λάμψη του.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Σχόλιο για την προεκλογικη περίοδο Σεπτεμβρίου 2015

Αυτο που μου έκανε την μεγαλυτερη εντύπωση σε αυτην την προεκλογική περίοδο, ήταν τα θρασύτατα σποτ της ΝΔ , όπως και διάφορες κοινοποιήσεις απο την ομάδα για την αποκατάσταση της μνήμης του βαρόνου μυνχάουζεν (βλέπε ομάδα αλήθειας), τα οποία με έκαναν να αναρωτηθω:
Τους τελευταίους μήνες μπήκαν 1.200.000 συμπολίτες μας στην ανεργία; Όλοι εκείνοι των προηγούμενων χρόνων μήπως ήταν τίποτα συριζαίοι που έφυγαν απο μονοι τους απο τις δουλειές τους για να συκοφαντήσουν την πολύ επιτυχημένη συνταγή του μνημονίου; Kαι τα κλειστά μαγαζια; Όλα αυτα τα ενοικιαστήρια που βλέπεις σαν γυρίζεις σε διάφορες γειτονιές πως έχουν ξεθωριάσει σε διαφόρους τόνους, κι αυτα όλα στην διακυβέρνηση του συριζα έγιναν; Mήπως τελικά πέρα απο την ζημια εκατοντάδων δις ευρω που εκανε η 7μηνη διακυβέρνηση του συριζα και τώρα έχουμε απομείνει προφανώς με το αεπ κωλόμπαρου της εθνική οδού, άλλαξε και την πορεία του πλανήτη και τωρα κατευθυνόμαστε αργά και σταθερά προς τον ήλιο; Nα κάνουν άμεσα έρευνες οι επιστήμονες της ΝΑΣΑ!Δεν μπορούμε να αφήσουμε στην αριστερά την ασφάλεια του ηλιακού μας συστήματος!

Και για να πως την αλήθεια τους μαγαζάτορες ποτέ δεν τους συμπαθούσα ιδιαίτερα. Πολλοί απο αυτούς μου φαινόντουσαν χωμένοι στην μικροαστίλα, στην ρουφιανιά, στην κλάψα και στην κλεψιά, αλλα όταν γυρνάς στους δρομους αυτής της ταλαίπωρης πόλης, νιώθεις πως περπατάς ανάμεσα από τα ερείπια ενός πολιτισμού αδιάφορου που ισοπεδώθηκε απο ορδές ΒΑΡΒΑΡΩΝ οι οποίοι δεν έφτιαξαν τίποτα απάνω τους, κι άφησαν εσενα με το προνόμιο να είσαι τουρίστας στην γειτονιά σου χωρίς να ανεβαίνεις κουραστικές ανηφόρες υπό τον καυτό ήλιο όπως οι κλασικοί τουρίστες, όπως και μέσα στα ερείπια να υπάρχει ένα δικο σου κομμάτι: ένας γείτονας σου, μία ανάμνηση, ένα χαμόγελο, μια κουβέντα φιλική. Kάτι για να έχεις και το άλλο υπέρτατο προνόμιο δηλαδή και να νιώθεις αυτα τα ολόφρεσκα ερείπια πιο κοντά σε εσένα.

Αλλά εγώ για να πω την αλήθεια πάλι, για κάτι άλλο απορω. Ακόμα και όσα καταμαρτυρούν στον σύριζα στους τελευταίους 7 μήνες ισχύουν, γιατί ειναι αυτός υπεύθυνος; Tον αφήσαν να εφαρμόσει κάποια πολιτική για να τον κρίνουμε γι αυτήν; Όχι. Ποιος είναι λοιπόν το αμάρτημα του σύριζα και όλων εμας που "λαϊκίζαμε" τα τελευταία 5 χρόνια;

To ότι ήμασταν ένα μάτσο άπιστοι. Ναι. Γιατί τελικά το μνημόνιο δεν ειναι η επέλαση των βαρβάρων. Είναι οι δοκιμασίες που έκαναν οι θεοι σε εμας για να αποδείξουμε την πίστη μας. Για να αποδείξουμε πόσο άξιοι είμαστε για να περάσουμε τις πύλες του επερχόμενου αναπτυξιακού παραδείσου. Εμεις όμως κοιτούσαμε μονο την καλοπέραση μας. Αμφιβάλαμε για το δίκαιο της βιβλικής οργής που έπεσε στα κεφάλια μας και τώρα πρέπει να πληρώσουμε. Ένα μάτσο βλάσφημοι είμαστε που πρέπει να καούμε στην πυρά, και πρέπει να γίνουν κι άλλες θυσίες για να εξευμενίσουμε την οργή τους. Και γι αυτές είμαστε εμεις υπεύθυνοι. Ουδείς συζητά για το αν πρέπει να γίνουν αλλά για το ποιος τις προκάλεσε. Γιατι δεν πρέπει να κοιτάμε πίσω μα μονο μπροστά. Μην κοιτάμε τα θύματα του παρελθόντος, ούτε κι αυτα του μέλλοντος. Αυτα ήταν , ειναι και θα ειναι ΑΝΑΓΚΑΙΑ. Είναι η απόδειξη μας πως είμαστε πιστοι. Και ξέρετε κάτι; Aυτοι είναι οι πιο επικίνδυνοι. Αυτοι που ζητάνε αλληλεγγύη. Που ζητάνε βοήθεια. Γιατί αν το κάνουμε θα πέσει μεγαλύτερη κατάρα στα κεφάλια μας. Παραμονεύει ο όλεθρος, η τιμωρία, και κάτι χειρότερο. Η ΔΡΑΧΜΗ.Ναι, αυτή η κόλαση επι της γης. Γι αυτό όλοι αυτοί που που κλαίγονται και ζητούν αλληλεγγύη είναι οι πιο επικίνδυνοι. Αυτοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την ευαισθησία μας γιατί είναι μικρόψυχοι. Δεν θέλουν την δικια μας ευτυχία. Γι αυτό θέλουν να μας βουλιάξουν την δικιά τους μιζέρια. Στην δικιά τους δυστυχία. Για να είμαστε τα ίδια με αυτούς.Για να βυθιστούμε στο βρωμερό βούρκο της δραχμής. Δεν θέλουν την ευτυχία. Την σιχαίνονται. Γι αυτό μία είναι η μονη λύση. Μίσος Ναι μίσος. Να τους σιχαίνεσαι. Ακόμα κι αν ειναι συγγενείς, και το ιδιο σου το παιδι ή μάνα. Έτσι δειχνεις ακόμα πιο βαθια το βαθύ θρησκευτικό σου πνεύμα. Κι όταν πέσεις στην δικιά τους θέση μην διαμαρτυρηθείς. Μην πέσεις στο δικο τους αίσχος. Σκέψου πως είναι απλά μία αρρώστια ανίατη. Ένας καρκίνος. Πες απλά γιατι σε εμένα και αποδέξου την μοίρα σου. Κι όταν εισαι ευτυχισμένος, μην τους αφήνεις να σε επηρεάσουν. Η δικιά σου βιτρίνα είναι ολοφώτεινη. Μονάχα τα αστραφτερά χαμόγελα όσων είναι γυρω σου να κοιτας. Αυτα να δίνουν φως στην ζωή σου. Αυτα να σε τυφλώνουν για να μην βλέπεις την μιζέρια γυρω σου. Και οτι πέσει το σκοτάδι, άσε την τζαμαρία να γινει βρώμικη. Μην περιμένεις τίποτα. Και οι άλλοι αυτα τα αστραφτερά χαμόγελα θα κοιτάνε. Σαν εκεινα που κοιτούσες εσυ. Σαν αυτα που ήταν δικα σου. Άστην απλά να γεμίζει σκονη και να καθρεφτίζει πανω της τον κοσμο. Αυτόν τον κοσμο τον βρωμικο. Αυτος τον κόσμο όπως πραγματικά ειναι. Βυθίσου μεσα στο δικο σου σκοταδι, μεσα στα ερείπια της δικια σου ζωής. Τίποτα δεν υπάρχει έξω. Μονο βλέμματα βρωμικα και βλέμματα αστραφτερά. Μονάχα αδιαφορία και απελπισία. Κι εκει έξω οι δρομοι δε δείχνουν έλεος. Οι δρόμοι ειναι παγωμένοι. Κάτσε πίσω στην τζαμαρία σου. Αυτη είναι η ασπίδα σου ενάντια στην ατέλειωτη ψύχρα του πλήθους. Κι η σκόνη θα πέσει πανω στο κορμι σου σαν ζεστή κουβέρτα. Θα ναρκώσει το μυαλό σου για να μη νοιάζεται πια. Κι αυτο το πληθος που συνεχίσει να κυλά μεσα στους δρόμους. Σε αυτους τους ανοιχτούς δρομους. Σε αυτους τους δρόμους χωρίς φωτιες. Χωρίς οδοφράγματα. Σε αυτους τους φαρδιούς παγωμένους δρόμους. Σε αυτους τους ανοιχτούς δρόμους γεμάτους αδιέξοδα, σε ένα αεναο κυκλο, σε ένα αεναο καθοδικο σπιραλ, που χώνεται βαθια μέσα στην αδιαφορία, μεσα στην απελπισία, μεσα στον ρεαλισμό, στον κανιβαλισμό, την απάθεια, την ξεφτίλα , στην ηττοπάθεια, στο βόλεμα, στον σταρχιδισμο, στην ρουτινα, στον ωχαδερφισμο, στην αθλιότητα, στην παράνοια, στον θάνατο , και ANTE KAI ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΘΙΑ ΣΑΣ ΣΠΟΤΑΚΙΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Το "Χαμένο νησί" του Ανδρέα Μικρούτσικου, με τους άπειρους θαμμένους θησαυρούς του.


Για τι να πρωτομιλήσει κάποιος αλήθεια όταν ασχοληθεί με αυτό το αριστούργημα; Για την πιασάρικη μελωδία; Για τους βαθύτατα συναισθηματικούς αλλά και κοινωνικά κριτικούς στίχους; Για το, χωρίς ίχνος υπερβολής, καλύτερο βιντεοκλιπ που έχει δημιουργηθεί σε ετούτον τον πλανήτη; Kαι φυσικά από έναν στίχο ξεκινούν όλα, εκείνον που από τότε που τον άκουσα έφηβος με έχει σταμπάρει ανεξίτηλα. Ναι, αυτόν που οι αδαείς θα τον χλευάσουν, αλλα εμείς που τον βιώσαμε βαθιά στο παρελθόν ξέρουμε. "Φοράνε τιμπερλαντ παπούτσια στη ζωή μου".Τι φρίκη πραγματικά! Να είσαι με τα μάρτινς ή τα σταράκια σου, και κάποιοι με το ζόρι να σου φορέσουν τιμπερλαντ, με τα κορδόνια σφιχτά, για να καθοδηγούν εκείνα τα βήματα της ζωής σου από εδώ και μπρος. Τα τίμπερλαντ. Το σύμβολο του μικροαστού που ήθελε ένα σύμβολο χλιδής για να μαρκάρει την περιοχή του σε κάθε βήμα. Του πιτσιρικά που έβλεπε το μέλλον του στις κάλες σχολές και στους υψηλούς ορόφους των εταιριών. Μία διαχωριστική γραμμή ακόμα στις λαικές συνοικίες χώριζε όσους τα φορούσαν απο εμας, που πάντα τους λέγαμε φλώρους αλλά υπήρχε και κάτι που ζηλεύαμε πάνω τους. Εκείνη την ζωή στρωμένη με σίγουρες επιτυχίες κι όχι μίζερα ιεκ, χαρτζιλίκια και να τρέχεις να προλάβεις το τελευταίο λεωφορείο.

Μα ακόμα κι εκεί υπήρχε το σύγχρονο μπέρδεμα του Έλληνα, ενός wannabe αστού που δεν είχε παρελθόν να μιμηθεί, κι έτσι μέσα στα σκυλάδικα και τα κλαρίνα πουλούσε μούρη και έψαχνε για την χαμένη άνοιξη της αστικής τάξης μέσα στα τσαλαπατημένα γαρίφαλα της πίστας. Γι αυτό σωστά ο μεγάλος στιχουργός Ανδρέας θίγει και αυτόν τον επαρχιωτισμό. Τα κλαρίνα που τρυπάνε μυαλά από όπου εισβάλει το παρελθόν, κι ο κακόμοιρος ο μικροαστός ισορροπεί με τα τίμπερλαντ του ανάμεσα στην νοσταλγία ενός ρυθμού που βρίσκει στους νέους χώρους που συχνάζει, θυμίζοντας του πως ποτέ δεν πρόκειται να ξεφύγει, όπου κι αν πάει.

Έτσι εδώ ο Ανδρέας κόβει τον γόρδιο δεσμό των κορδονιών του και χάνεται μέσα στη νύχτα. Και όχι σε μια εποχή , ούτε μια πόλη τυχαία. Στην σκληρή ασχήμια της δεκαετίας του 80. Στη μελαγχολική μιζέρια της Αθήνας. Μιας πόλης άρρωστης που σε καλεί να χαθείς και να χαράξεις πορεία μέσα από τα αναρίθμητα αδιέξοδα της, μα αυτά είναι η μόνη σου διέξοδος. Μια αναγκαιότητα που σε κάνει να ψάχνεις ξανά και ξανά στο απέραντο ψηφιδωτό της πόλης τα διαμάντια της που θολώσαν από την κίνηση των δρόμων και τα βήματα του πλήθους. Χωρίς την βεβαιότητα του προγράμματος της ιδιωτικής τηλεόρασης και του νέου ριάλιτι που θα χαζέψεις τις ζωές των άλλων. Χωρίς την οθόνη του υπολογιστή να ρίχνει το χλωμό της φως στις σκοτεινές αίθουσες του μυαλού σου, κι αυτές να παραμένουν σκοτεινές μέχρι την επόμενη προβολή.

Γιατί εδώ ο Ανδρέας γίνεται ο πρωταγωνιστής της ζωής του. Δεν περιμένει το επόμενο λάικ, ή την κοινοποίηση να δει την κόκκινη αυγή μέσα στο ξεθωριασμένο διαδικτυακό γαλανόλευκο. Φτιάχνει ο ίδιος το δικό του σενάριο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που σε κάποια στιγμή μπαίνει συνεχεία στο αυτοκίνητο εκείνης. Σαν να βλέπει στο μέλλον μοιάζει. Θέλει να μας πείσει πως όλα αυτά κάποτε συνέβαιναν. Ναι. Κι όλα συμβαίνουν ακόμα εκεί έξω. Μέσα στο χάος της πόλης . Τα πάντα. Γι αυτό μπαίνει ξανά και ξανά. Για να το κατανοήσουμε, πως η ζωή είναι εκεί έξω, στο άγνωστο. Eκεί που οι πρόσφυγες της μέρας ρυμοτομούν τη νύχτα χωρίς σχέδιο βήμα βήμα.

Και κάπου εκεί μετά φυσικά δεν βγάζεις άκρη. Ήταν όλα αυτα όνειρο; Πραγματικότητα; Ποιος ξέρει; Και ποιος νοιάζεται αλήθεια. Μόνο ο ήλιος έχει σημασία που ανεβαίνει πίσω από τις πολυκατοικίες, και καλεί για μία νέα περιπέτεια. Που δεν χύνεται σαν το αίμα των ονείρων της νύχτας πίσω από τις προκαθορισμένες πορείες των λεωφορείων, αλλά δίνει χρώμα στο άσπρο τυχαίο βανάκι που ξαναδιασχίζει το άγνωστο και χαράζει νέες πορείες μέσα στο γκρίζο της καθημερινότητας. Μιας ζωής μακριά από σφιχτοδεμένα τίμπερλαντ, που βουτά ξυπόλυτη μέσα στα στυλωμένα νερά που μας πέταξαν, για να ταρακουνήσει τα τοπία της βεβαιότητας και να βρει τους βυθούς της παιδικής ηλικίας που ακόμα δεν μολύνθηκαν απο τις λάσπες, άλλα είναι εκεί ολοζώντανοι κι αναπνέουν.