Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Η μπύρα. Άλλη μία ιστορία απο τα βάθη των 90s.



Ήταν βράδυ. Απο εκείνα τα όμορφα, που το κύμα ακουμπα απαλά την ακτή κάνοντας την ατμόσφαιρα ιδανική για ξάπλα στην άμμο και κύματα ιδρώτα και κάβλας να κατακλυσουν κορμιά κάτω απο τον έναστρο ουρανό του μενιδίου αιτωλοακαρνανίας, αλλά εσύ επειδή ήσουν πιτσιρικάς, το μόνο που έκανες να περάσει η ώρα είναι να κυνηγάς φτερωτά μυρμήγκια πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντηλα στην ταβέρνα του θειου σου. Πιο πέρα καθόταν ο άλλος θείος, φασιστόμουτρο όχι μονο στην θεωρία αλλά και στην πραξη, αφου έγινε περιώνυμος απο την σφαλιάρα που έδωσε την ξαδέρφη μου επειδή του έφερε ζάχαρη κι όχι αλάτι. Ακόμα τον θυμάμαι να λέει στο τραπέζι που τρώγαμε "τον άφησα επειδή είχε μακριά μαλλιά κι αν δεν τα κόψει θα τον ξαναφήσω". Καθηγητής απο ότι καταλάβατε ο κύριος απο τους καλούς, αυτους τους συντηρητικούς που μας τα πρηζουν με την νομιμότητα, ενώ απο την άλλη κάνουν ότι τους καβλώσει.

Εγώ εκείνο το βράδυ όπως πάντα είχα πάρει τα μέτρα μου και είχα  ικανοποιητική απόσταση ασφαλείας, μπορεί να ήταν κάποιου είδους προδιάθεση για την λαμπρό πολιτικό μου μέλλον. Αυτός καθόταν στην εξέδρα και είχε απλώσει την υπερφυσική του κοιλιά που κουβαλούσε μεσα της ωκεανούς άμστελ περιμένοντας κάποιον να του κάνει τον σκλάβο. Βλέπει τον ξάδερφο μου, που επεσε σαν κουνούπι πάνω σε μια χοντρή σιχαμερή μπεκροαράχνη. Άντε του λέει, γιαννάκη, πήγαινε φέρε μου μια μπύρα εσυ που είσαι καλό παλικάρι. Εκείνος κλασικα χυμαδιό, πάει χαλαρός και παίρνει μια απο τις απο τις πάνω πάνω του ψυγείου. Εγώ δε μίλησα, όχι, δεν έβγαλα μιλιά κι ακόμα έχω τύψεις, αλλά πάντα μου την έσπαγε, πάντα αλητάκι κι άνετος, χωρίς να κατανοεί ποτέ την ΒΑΡΥΤΗΤΑ των καταστάσεων.Του την δίνει. Εκείνος την ανοίγει και πίνει μια γουλιά. Η συνέχεια ήταν παρανοικά αναμενόμενη.

"Τι είναι αυτό ρε, κατουρο θα πιω ρε, άχρηστος είσαι ρε, τελείως ηλίθιος, τι είσαι ρε πες μου, μίλα!" ,και ο ξάδερφος μου να μαζεύεται και να κλαιει 13 χρονώ παιδάκι, και αυτός να συνεχίζει να ουρλιάζει, και οι γύρω να κοιτάνε και να μην μιλά κανείς, κανείς να λεέι "Ψιτ. Μαλάκα. Μια γαμημένη κωλομπύρα είναι, πως κάνεις ετσι; Αν γουστάρεις κρύα σύρε την βρωμερή κοιλιά σου γιατι θέλει και ο διάδρομος σκούπισμα και μη μας πρηζεις τα αρχίδια." , αλλά τι να πει κανείς. Όταν η παράνοια της ελληνικής οικογένειας έχει χωθεί μεσα στο μυαλό σου, όλα σου μοιάζουν αρρωστημένα άρα φυσιολογικά.

Φυσικά δεν είχα τότε ούτε μυαλό ούτε χρόνο για τέτοιου είδους αναζητήσεις φιλοσοφικές. Είχε έρθει η σειρά μου. "Έλα δημητράκη μου, λέει, πήγαινε εσύ να μου φέρεις που εισαι καλό παιδί". Κλασικά στην αρχή είχε μία εύγενεια για να τσιμπήσεις σαν χάνος, αν και πάλι σιγά μην έλεγες όχι. Αφήνω τα μυρμήγκια να απολαμβάνουν αυτήν τη μοναδική βραδιά και σηκώνομαι. Μπαίνω μέσα στην ταβέρνα. Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη κάτω απο το χλεμπονιάρικο φως των λαμπτήρων. Άθλιος, με κοκάλινα γυαλιά, χωρίστρα, και... Όχι! Δεν έχω χρόνο πάλι γι αυτα τώρα! Πρέπει να πάρω την μπύρα γιατί αν αργήσω θα πει εμένα αχρηστο!Όχι ποτέ αυτή η λέξη! Δεν είμαι άχρηστος, είμαι ικανός ρε πούστηδες!Βουτάω στο ψυγείο σχεδόν ολόκληρός και χώνομαι στα βάθη των αμστελ και των χαινεκεν ψάχνοντας κάτι παγωμένο. Πιάνω μία απο τον πάτο. Το μυαλό μου όμως δουλεύει. Όχι ρε μαλάκα, σκέφτομαι, αυτή θα είναι πάγος. Θα σε ξεχέσει πατόκορφα, ούτε καν θα χύνεται στο ποτήρι, θα σε πει μαλάκα. ΑΧΡΗΣΤΟ. ΑΚΟΜΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ!ΑΧΡΗΣΤΟ!!!Με το μυαλο μου να κουδουνίζει απο την λέξη, πιάνω μία απο τα μέσα προς το βάθος. Κρύα αρκετά αλλα όχι με πάγο, και σίγουρα όχι κατρουλιό.

Βγαίνω από την ταβέρνα και πλησιάζω στην εξέδρα. Όχι σκέφτομαι, μην τα χαλάσεις όλα τώρα τελευτάια στιγμη, μη σου πέσει. Θα καταφέρεις, θα αποδείξεις την αξία σου, και μπορείς να μαγέψεις και τα πλήθη κι όλας με το άνετο σερβιτορικό σου στυλ .Χίλιες σκέψεις με κατακλύζουν αλλά είχε φτάσει η ώρα της κρισης. Την πιάνει, την ανοίγει και χύνει το χρυσαφένιο της περιεχόμενο, με τις σταγόνες της δροσιάς στο εξωτερικό του ποτηριου να κυλάνε όπως ο ιδρώτας της αγωνίας στο μέτωπο μου. Πίνει. Μπράβο μου λεει καλή είναι.Μπράβο.

Εγώ πλημμυρισμένος απο ένα αίσθημα αγαλλίασης που απέδειξα πόσο χρήσιμος είμαι που υπηρετησα σωστά εκεινον που μισούσα περισσότερο στην αν και 13χρονη, ήδη θλιβερή ζωή μου, γυρίσα πάλι στο τραπέζι κι συνέχισα να κυνηγάω φτερωτά μυρμήγκια υπο την υπόκρουση των κυμάτων και την μυρωδιά της γλυκιάς καλοκαιρινής βραδιάς.