Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Το "Χαμένο νησί" του Ανδρέα Μικρούτσικου, με τους άπειρους θαμμένους θησαυρούς του.


Για τι να πρωτομιλήσει κάποιος αλήθεια όταν ασχοληθεί με αυτό το αριστούργημα; Για την πιασάρικη μελωδία; Για τους βαθύτατα συναισθηματικούς αλλά και κοινωνικά κριτικούς στίχους; Για το, χωρίς ίχνος υπερβολής, καλύτερο βιντεοκλιπ που έχει δημιουργηθεί σε ετούτον τον πλανήτη; Kαι φυσικά από έναν στίχο ξεκινούν όλα, εκείνον που από τότε που τον άκουσα έφηβος με έχει σταμπάρει ανεξίτηλα. Ναι, αυτόν που οι αδαείς θα τον χλευάσουν, αλλα εμείς που τον βιώσαμε βαθιά στο παρελθόν ξέρουμε. "Φοράνε τιμπερλαντ παπούτσια στη ζωή μου".Τι φρίκη πραγματικά! Να είσαι με τα μάρτινς ή τα σταράκια σου, και κάποιοι με το ζόρι να σου φορέσουν τιμπερλαντ, με τα κορδόνια σφιχτά, για να καθοδηγούν εκείνα τα βήματα της ζωής σου από εδώ και μπρος. Τα τίμπερλαντ. Το σύμβολο του μικροαστού που ήθελε ένα σύμβολο χλιδής για να μαρκάρει την περιοχή του σε κάθε βήμα. Του πιτσιρικά που έβλεπε το μέλλον του στις κάλες σχολές και στους υψηλούς ορόφους των εταιριών. Μία διαχωριστική γραμμή ακόμα στις λαικές συνοικίες χώριζε όσους τα φορούσαν απο εμας, που πάντα τους λέγαμε φλώρους αλλά υπήρχε και κάτι που ζηλεύαμε πάνω τους. Εκείνη την ζωή στρωμένη με σίγουρες επιτυχίες κι όχι μίζερα ιεκ, χαρτζιλίκια και να τρέχεις να προλάβεις το τελευταίο λεωφορείο.

Μα ακόμα κι εκεί υπήρχε το σύγχρονο μπέρδεμα του Έλληνα, ενός wannabe αστού που δεν είχε παρελθόν να μιμηθεί, κι έτσι μέσα στα σκυλάδικα και τα κλαρίνα πουλούσε μούρη και έψαχνε για την χαμένη άνοιξη της αστικής τάξης μέσα στα τσαλαπατημένα γαρίφαλα της πίστας. Γι αυτό σωστά ο μεγάλος στιχουργός Ανδρέας θίγει και αυτόν τον επαρχιωτισμό. Τα κλαρίνα που τρυπάνε μυαλά από όπου εισβάλει το παρελθόν, κι ο κακόμοιρος ο μικροαστός ισορροπεί με τα τίμπερλαντ του ανάμεσα στην νοσταλγία ενός ρυθμού που βρίσκει στους νέους χώρους που συχνάζει, θυμίζοντας του πως ποτέ δεν πρόκειται να ξεφύγει, όπου κι αν πάει.

Έτσι εδώ ο Ανδρέας κόβει τον γόρδιο δεσμό των κορδονιών του και χάνεται μέσα στη νύχτα. Και όχι σε μια εποχή , ούτε μια πόλη τυχαία. Στην σκληρή ασχήμια της δεκαετίας του 80. Στη μελαγχολική μιζέρια της Αθήνας. Μιας πόλης άρρωστης που σε καλεί να χαθείς και να χαράξεις πορεία μέσα από τα αναρίθμητα αδιέξοδα της, μα αυτά είναι η μόνη σου διέξοδος. Μια αναγκαιότητα που σε κάνει να ψάχνεις ξανά και ξανά στο απέραντο ψηφιδωτό της πόλης τα διαμάντια της που θολώσαν από την κίνηση των δρόμων και τα βήματα του πλήθους. Χωρίς την βεβαιότητα του προγράμματος της ιδιωτικής τηλεόρασης και του νέου ριάλιτι που θα χαζέψεις τις ζωές των άλλων. Χωρίς την οθόνη του υπολογιστή να ρίχνει το χλωμό της φως στις σκοτεινές αίθουσες του μυαλού σου, κι αυτές να παραμένουν σκοτεινές μέχρι την επόμενη προβολή.

Γιατί εδώ ο Ανδρέας γίνεται ο πρωταγωνιστής της ζωής του. Δεν περιμένει το επόμενο λάικ, ή την κοινοποίηση να δει την κόκκινη αυγή μέσα στο ξεθωριασμένο διαδικτυακό γαλανόλευκο. Φτιάχνει ο ίδιος το δικό του σενάριο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που σε κάποια στιγμή μπαίνει συνεχεία στο αυτοκίνητο εκείνης. Σαν να βλέπει στο μέλλον μοιάζει. Θέλει να μας πείσει πως όλα αυτά κάποτε συνέβαιναν. Ναι. Κι όλα συμβαίνουν ακόμα εκεί έξω. Μέσα στο χάος της πόλης . Τα πάντα. Γι αυτό μπαίνει ξανά και ξανά. Για να το κατανοήσουμε, πως η ζωή είναι εκεί έξω, στο άγνωστο. Eκεί που οι πρόσφυγες της μέρας ρυμοτομούν τη νύχτα χωρίς σχέδιο βήμα βήμα.

Και κάπου εκεί μετά φυσικά δεν βγάζεις άκρη. Ήταν όλα αυτα όνειρο; Πραγματικότητα; Ποιος ξέρει; Και ποιος νοιάζεται αλήθεια. Μόνο ο ήλιος έχει σημασία που ανεβαίνει πίσω από τις πολυκατοικίες, και καλεί για μία νέα περιπέτεια. Που δεν χύνεται σαν το αίμα των ονείρων της νύχτας πίσω από τις προκαθορισμένες πορείες των λεωφορείων, αλλά δίνει χρώμα στο άσπρο τυχαίο βανάκι που ξαναδιασχίζει το άγνωστο και χαράζει νέες πορείες μέσα στο γκρίζο της καθημερινότητας. Μιας ζωής μακριά από σφιχτοδεμένα τίμπερλαντ, που βουτά ξυπόλυτη μέσα στα στυλωμένα νερά που μας πέταξαν, για να ταρακουνήσει τα τοπία της βεβαιότητας και να βρει τους βυθούς της παιδικής ηλικίας που ακόμα δεν μολύνθηκαν απο τις λάσπες, άλλα είναι εκεί ολοζώντανοι κι αναπνέουν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου