Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Για τον Λαμπρό Φουντα



Εκείνο που θυμάμαι περισσότερο απο τη δολοφονία του φούντα ήταν η ηλιόλουστη πορεία στη δάφνη  λίγες μέρες μετά.  Ειχα συνηθίσει απο τις γνωστές ρουτινιάρικες γκριζες διαδρομές στους φαρδιούς δρόμους του κέντρου, κι εκείνο το φως των στενών της συνοικίας έχει μεινει εγκλωβισμένο στο μυαλο μου. Δεν τον ήξερα τον ίδιο και αν τον ειχα δει δεν τον θυμόμουν, αλλα θυμαμαι ένας φιλος μου, μου είχε πει πως την επόμενη μερα σαν μαθεύτηκε το όνομα του, γινόταν συζητήση με ιταλους συντροφους για το ανταρτικο στη χώρα τους κι εκει πετάχτηκε κάποιος και είπε πως σκοτώσαν τον φούντα. Αρχισαν τότε να μιλάνε όσοι τον ήξεραν, μιλούσαν και οι ιταλοι για τους δικους τους συντρόφους που χαθήκαν, και ήταν μία συγκινητική στίγμή που όσες φορες τη θυμάμαι, προσπαθώ να την  πλασω στο μυαλο μου γιατί ήθελα τόσο να είμαι εκει.

Εκείνο όμως που με απασχολούσε περισσότερο εκεινο το σαββατιάκο ηλιόλουστο πρωινό  ήταν η μορφη του φουντα σε εκεινες τις φωτογραφιες στην παραλία που βγάλαν στη φόρα τα κωλοκάναλα. Φαινοταν τόσο χαρουμενος ,ξένοιαστος. Γιατι αραγε να θυσιασει κάποιος κατι τοσο αγαπημενο σε αυτην την εποχή, για να χαθεί σε καποιο ασήμαντο στενό της δάφνης κάποιο ξημέρωμα; Ηρωισμος; Φανατισμος; Aφέλεια; Αλήθεια; Δεν μπορούσα να βγαλω άκρη, δε μπορούσα να κατανοήσω κατα ποσον εμεις ειμασταν οι ένοχοι, εμεις που δεν συμμετείχαμε ενεργα για την κοινωνική αλλαγή χωρίς να λογαριάσουμε τίποτα, ή εκεινοι που ήταν ρίσκαραν τα πάντα ανιδιοτελώς χωρίς να βλεπουν ρεαλιστικα και κυνικα την κοινωνική κατάσταση.

Αυτές οι δύο αντιλήψεις με στριμώχναν μες στους συνθλιπτικους τοίχους τους, μεχρι να φτάσουμε σε εκεινο το στενό που τον χτυπησαν πισώπλατα. Περιέργο μου φανηκε εκείνη τη στιγμή. Καποιο βραδυ να περνα εδω τυχαία ένα περιπολικό και να βρει έναν αντάρτη πόλης να κλεβει ενα αυτόκινητο και να επακολουθήσουν όλα αυτα; Στημενη μου φαινοταν η δουλεια αλλα δεν ήθελα να κανω και τον πουαρω.  Ειχανε ξεκινησει αλλωστε και το προσκλητήριο νεκρων, ολα αυτα τα ονοματα που επερναν κατω απο το φως ζωή μεσα απο τη συλλογικη συγκίνηση εκεινου του πρωινου.

Πέρασε καιρός μετά απο αυτό και ξεχάστηκε όπως ήταν αναμενόμενο για να απομείνουν θλιβερά μνημόσυνα που ξυπνούσαν μια οργη που παλι θα συντριβόταν κατω απο την συνθλιπτικη πλάκα της ρουτινας, αλλα μου κανε εντυπωση μια αφισα που είδα.  Ενω μιλουσε για τον φούντα με κάποιο ποιητικο λογο, δεν ειχε το προσωπο του παρα μοναχα μία τυχαία σκηνη απο κάποια συγκρουση.  Ποιος ήταν ο λόγος σκέφτηκα; Ήταν κατι το χωρίς νόημα, επειδή ήθελαν να βάλουν κάτι το πιο "πιασάρικο";

Τελικα ένα φιλος μου έλυσε το αινιγμα. Ήταν ο ίδιος ο φουντας, αυτος που στην αφισα με τη μασκα του πετα ένα μπουκάλι σε αγνωστη χρονολογία σε εκεινον τον άγνωστο δρομο, κι απο τότε  σαν περασαν τα χρονια και στους δρομους  υπήρχε μονο ερημια και ηττα, τον εφερνα στη μνημη μου να προσπαθει να αναψει με τη φωτια του στους απέραντους ψυχρους δρομους, εκεινους τους άδειους δρομους που αφήσαμε να περάσει η παγωνιά του άμορφου πλήθους που καθρεφτίζοταν στις βιτρίνες, χωρίς εκεινη τη φωτιά που γινοταν σαν συναντιόντουσαν τα βλέμματα μας πυρκαγια, μ' εκεινη τη φλογα τη τόσο παλια όσο η θέληση για ελευθερη ζωη, κι εκεινον να προσπαθει ξανα και ξανα, με ενα μπουκαλι γεματο με πορφυρό φως που ανατέλλει, να προσπαθεί να τη  αναψει, ξανα και ξανα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου